- ξενοίκιαστος
- [ксэникьястос] иг.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ξενοίκιαστος — η, ο [ξενοικιάζω] αμίσθωτος, ελεύθερος … Dictionary of Greek
ανοίκιαστος — η, ο (για ακίνητα) αυτός που δεν έχει νοικιαστεί, ξενοίκιαστος, αμίσθωτος … Dictionary of Greek